Ήρα Παπαποστόλου

Νίκος Μόσχος
Xippas Gallery
25 Οκτωβρίου 2012 - 26 Ιανουαρίου 2013
Κείμενο καταλόγου: Θανάσης Μουτσόπουλος

Στοιχεία από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τον γερμανικό εξπρεσσιονισμό είναι ορατά από την πρώτη ματιά στα έργα του Νίκου Μόσχου. Η πραγματικότητα παραμορφώνεται με σκοπό να εκφράσει τα συναισθήματα και την ιδιαίτερη εσωτερική οπτική του καλλιτέχνη. Δουλεύοντας με ακρυλικό σε λινό, με εξαιρετική παλέτα, ο Μόσχος διαμορφώνει ασφυκτικά περιβάλλοντα, αποδομώντας μορφές και σύμβολα, δίνοντας με ένα και μόνο έργο του πληθώρα πληροφοριών στον θεατή. Άνθρωποι, ζώα, μηχανές, μουσικά όργανα,

κτίρια ενώνονται σε έναν ξέφρενο ρυθμό και μεταφέρουν μια εικόνα χάους, σε έργα μεγάλων διαστάσεων, που παίρνουν μνημειακό χαρακτήρα. Πρόκειται άραγε για έναν κόσμο κατακερματισμένο που ψάχνει να βρει την ταυτότητά του; Ή μήπως για μία συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση; Ο ίδιος λέει: «Ζούμε διαρκώς σε ένα μεταβατικό στάδιο. Δε σημαίνει ότι θα φτάσουμε κάπου. Ευτυχώς, συνεχώς εξελισσόμαστε. Και αυτό νομίζω απεικονίζεται στα έργα μου». Όσο για τη σχέση ανθρώπου και μηχανής, υποστηρίζει ότι τα μηχανήματα δεν πρέπει να γίνονται προέκταση του σώματός μας, αλλά να παραμείνουν ένα μέσο το οποίο να μας βοηθάει στην καθημερινότητά μας.

 


Η ζωγραφική του του Μόσχου εμπνέεται από ένα ευρύ φάσμα: μυθολογία, θρησκεία, ιστορία της τέχνης. Όσον αφορά στη μυθολογία, επιλέγει να ζωγραφίσει τον Αινεία (2011), το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που σαν ιδρυτής του έθνους των Λατίνων στη γειτονική Ιταλία, θα γινόταν ξακουστός. Γοητευμένος από την ιστορία του Αινεία ο οποίος μεταναστεύει και επιλέγει να κουβαλήσει μαζί του τον πατέρα του (στο έργο απεικονίζεται ο πατέρας του καλλιτέχνη), ο Μόσχος θέλει να μεταφέρει το δίδαγμά της στο σήμερα: οι γονείς από τους οποίους προερχόμαστε είναι η ιστορία μας, είναι το φορτίο που κουβαλάμε, το παρελθόν μας. «Τι μπορούμε τελικά να αφήσουμε πίσω μας και τι δεν μπορούμε;» μας κάνει να αναρωτηθούμε. Με τι είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε; Τέλος, σύμβολα όπως το γουρούνι, είναι η αναφορά στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο στο σημείο που γέννησε το γουρούνι, που μετέφερε μαζί του ο Αινείας, ιδρύθηκε η Ρώμη, ενώ οι κοκορομαχίες βρίσκονται εκεί έτσι ώστε να εντείνεται η πολεμική ατμόσφαιρα.

 

 

Ο Νίκος Μόσχος μοιάζει να ξεπηδάει από την εποχή της Αναγέννησης, όταν οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζονταν με δέος και θαυμασμό, σαν ανώτερο είδος ανθρώπων, σαν εμπνευσμένοι δημιουργοί, όταν κυριαρχούσε το ιδεώδες του καθολικού ανθρώπου, που έπρεπε να είναι προικισμένος σε περισσότερα από ένα είδη τέχνης. Είναι γεγονός ότι κάθε έργο τέχνης χωρίζεται σε δύο αλληλοεπηρεαζόμενα μέρη: τη μορφή και το περιεχόμενο. Ανάλογα με το ποιο από τα δύο μέρη υπερισχύει, μπορούμε να το κατατάξουμε και να το κατανοήσουμε. Στην Αναγέννηση, τα δύο στοιχεία ισορροπούν απόλυτα μεταξύ τους. Αντίθετα, με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό κυριαρχεί το περιεχόμενο, ενώ με την αφηρημένη τέχνη, η φόρμα. Στην περίπτωση του Νίκου Μόσχου, τις περισσότερες φορές φόρμα και περιεχόμενο μοιάζουν να βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία. Προσέχοντας όμως τα έργα καλύτερα, διαπιστώνουμε ότι αυτό που τον ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι οι αφηρημένες φόρμες. Αφαιρώντας τα διάφορα περιγραφικά στοιχεία από τα έργα, μένουν οι συμπαγείς φόρμες και το χρώμα, τα οποία αρκούν για να συγκινήσουν τον θεατή.


http://www.aica-hellas.org/en/topic41/nikos-moschos/f7_5_2_1